- βασιλικῶς
- βασιλικόςroyaladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Poros (rey) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Poros. Alejandro y Poros, de Charles Le Brun (1673) Poros o Poro, versión … Wikipedia Español
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek
κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… … Dictionary of Greek
τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… … Dictionary of Greek
ԱՐՔԱՅԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0384 Chronological Sequence: 10c մ. βασιλικῶς regie Իբրեւ արքայ. թագաւորաբար. թագաւորի պէս. *Արքայաբար որդեգրեալ՝ ընդ քեզ ʼի ժառանգութիւն հօրդ մատուսցես. Նար. ՟Ղ՟Գ: Եւ այնպէս արքայաբար մտանէ ʼի կայսերականն մարզարան ... Արեւելեայց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԹԱԳԱՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0789 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c մ. βασιλικῶς regie, regaliter Իբրեւ թագաւոր. արքայական պատուով. եւ Տիրաբար. թագաւորի պէս. *Ի պահեստի կայր առ նմա թագաւորաբար: Զսեղեւկոս՝ Արշակ արքայ տանէր գերի, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)